ἐλάσσονα

ἐλάσσονα
ἐλάσσων
smaller
neut nom/voc/acc comp pl
ἐλάσσων
smaller
masc/fem acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ελασσόνα — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 300 μ., 7.233 κάτ.) του νομού Λαρίσης, έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Ε. βρίσκεται χτισμένη αμφιθεατρικά στους δυτικούς πρόποδες του Κάτω Ολύμπου, σε στρατηγική θέση των περασμάτων από Θεσσαλία προς Μακεδονία. Η Ε. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Ελασσόνα — η πόλη της Θεσσαλίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλάσσον' — ἐλάσσονα , ἐλάσσων smaller neut nom/voc/acc comp pl ἐλάσσονα , ἐλάσσων smaller masc/fem acc comp sg ἐλάσσονι , ἐλάσσων smaller dat comp sg ἐλάσσονε , ἐλάσσων smaller nom/voc/acc comp dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Elassona — Gemeinde Elassona Δήμος Ελασσόνας (Ελασσόνα) …   Deutsch Wikipedia

  • ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …   Dictionary of Greek

  • μινόρε — το διεθνής χαρακτηρισμός για την ελάσσονα κλίμακα, την ελάσσονα συγχορδία και τον ελάσσονα τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. minore < λατ. minor, oris, συγκριτ. τού parvus «μικρός»] …   Dictionary of Greek

  • Ελασσόνος, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Ελασσόνα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 61 ενοριακοί ναοί στους οποίους υπηρετούν συνολικά 65 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν τα ανδρικά μοναστήρια Αγίας Τριάδας Σπαρμού Ολύμπου και Γενεσίου της Θεοτόκου Κανάλων,… …   Dictionary of Greek

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

  • τοὐλάττονα — ἐλάττονα , ἐλάσσων smaller neut nom/voc/acc comp pl (attic) ἐλάττονα , ἐλάσσων smaller masc/fem acc comp sg (attic) ἐλάσσονα , ἐλάσσων smaller neut nom/voc/acc comp pl ἐλάσσονα , ἐλάσσων smaller masc/fem acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Thessaly — Thessalia redirects here. For the butterfly genus, see Thessalia (butterfly).: For the Ancient Thessalian dialect, see Aeolic Greek Infobox Peri GR name = Thessaly name local = Περιφέρεια Θεσσαλίας prefec = Karditsa Larissa Magnesia Trikala… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”